- ολογράφως
- (ΑΜ ὁλογράφως)επίρρ. βλ. ολόγραφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολογράφως — επίρρ., με ολόκληρη τη λέξη γραμμένη: Αριθμητικώς και ολογράφως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… … Dictionary of Greek
ολογράμματος — ὁλογράμματος, ον (Α) 1. ολόγραφος, γραμμένος με όλα τα γράμματα του, χωρίς σύντμηση ή περικοπή γραμμάτων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὁλογράμματος τίτλος έργου τού Μενεκράτους. επίρρ... ὁλογραμμάτως (Α) ολογράφως, χωρίς σύντμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) … Dictionary of Greek